εύστολος — εὔστολος, ον (ΑΜ) 1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος 2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος») 3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον το ωραίο παράστημα μσν. 1. ασφαλής, βολικός … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Γκράνβιλ Μπάρκερ, Χάρλεϊ — (Harley Granville Barker, Λονδίνο 1877 – Παρίσι 1946).Άγγλος σκηνοθέτης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκατριών ετών εμφανίστηκε με έναν θίασο, στον οποίο συμμετείχε και η μητέρα του, αλλά μόνο το 1899 πραγματοποίησε το πρώτο… … Dictionary of Greek
Λένον, Τζον — (John Winston Lennon, Λίβερπουλ 1940 – Νέα Υόρκη 1980). Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής της ποπ μουσικής. Ο Λ. μεγάλωσε με τους θείους του σε μια εργατική γειτονιά του Λίβερπουλ. Το 1956 ξεκίνησε να παίζει μπάντζο, ενώ σύντομα άρχισε… … Dictionary of Greek
Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… … Dictionary of Greek
αξιοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ο με ευγένεια στο ήθος, σεμνός, σοβαρός: Όλοι τον γνώριζαν σαν άνθρωπο πολύ αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακυβεύω — διακύβευσα, διακυβεύτηκα, διακινδυνεύω, επιτρέπω σε κάτι επικίνδυνο να συμβεί ή να εξελιχθεί χωρίς να παρέμβω: Οι πράξεις της διακυβεύουν την αξιοπρεπή φήμη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέβομαι — σεβάστηκα 1. έχω σεβασμό, εκτιμώ βαθιά: Σέβεται τους γονείς του. 2. τηρώ: Σέβεται το λόγο του. 3. υπακούω: Σέβεται τους νόμους. 4. «Σέβομαι τον εαυτό μου», τηρώ στάση αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)